ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιοςο προστάτης τών ικετών2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱκετήσιοςο ικέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος)].