ικετεύω

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱκετεύω) ικέτης
1. ζητώ βοήθεια, προστασία
2. παρακαλώ θερμά
μσν.
προσεύχομαι στον θεό
αρχ.
πλησιάζω κάποιον ως ικέτης.