παρακαλώ
Greek Monolingual
-έω και -άω / παρακαλῶ, -έω, ΝΜΑ
1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης)
2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό ζητώντας βοήθεια ή συγγνώμη, επικαλούμαι τον Θεό
νεοελλ.
1. (συχνά χρησιμοποιείται απολύτως ως ευγενική συγκατάθεση ή συναίνεση σε κάτι που έχει ζητηθεί) ορίστε («μπορώ να καθίσω κοντά σας;» - «παρακαλώ»)
2. φρ. «παρακαλώ» ή «σέ [ή σάς] παρακαλώ»
α) τυπικές φράσεις με τις οποίες διατυπώνει κανείς αίτημα σε κάποιον ή επιτρέπει σε κάποιον να κάνει κάτι ή δίνει εντολή σε κάποιον ευγενικά
β) τυπική απάντηση σε ευχαριστία που μάς έχει απευθύνει κάποιος προηγουμένως
3. φρ. «σέ παρακαλώ εγώ και η σκούφια μου» — παράκληση που απευθύνεται με φιλική ή ειρωνική διάθεση
αρχ.
1. καλώ κάποιον να μετάσχει σε κάτι, προσκαλώ («εἰς θήραν αὐτὸν παρακαλέσας», Ξεν.)
2. καλώ κάποιον σε βοήθεια, ζητώ τη βοήθεια ή τη συνδρομή κάποιου
3. (ενεργ. και μέσ.) καλώ κάποιον να μέ υποστηρίξει σε δίκη, κλητεύω κάποιον ως μάρτυρα
4. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω («τάδ' ἠγόρευον παρακαλοῦν
τες εἰς μάχην», Ευρ.)
5. διεγείρω («παρακέκληται ή διάνοια», Αριστοτ.)
6. (για τη φωτιά ή για εύφλεκτα αντικείμενα) υποδαυλίζω, προκαλώ έξαψη, αναφλέγω («πίτταν καὶ στυππεῖον ἅ ταχὺ πολλὴν παρακαλεῖ φλόγα» Ξεν.)
7. παρηγορώ, ανακουφίζω ψυχικά («μακάριοι οἱ πενθοῦν
τες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται», ΚΔ)
8. συμβουλεύω, παραινώ
9. απαιτώ, αξιώνω, ζητώ επιτακτικά
10. παθ. παρακαλοῦμαι, -έομαι
α) κάμπτομαι, συγκατανεύω σε κάτι για χάρη κάποιου («παρεκλήθη Κύριος ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε... ἄνες τὴν χεῖρά σου», ΠΔ)
β) δηλώνω υποταγή, υφίσταμαι ταπείνωση ενώπιον κάποιου
γ) μετανιώνω
11. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. ενεστ.) τὰ παρακαλούμενα
οι αιτήσεις, οι απαιτήσεις, οι αξιώσεις
12. φρ. α) «παρακαλῶ εἴς τι» — παρασύρω κάποιον σε κάτι («κἀμὲ παρακαλῶν εἰς δάκρυα», Ευρ.)
β) «παρακαλῶ ἐπὶ τι» — εξεγείρω, προτρέπω, παρακινώ σε κάτι.