Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιλυοδόχη
Greek Monolingual
η στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰλύς, -ύος+ -δόχη (<δέχομαι), πρβλ. αμμοδόχη, καπνοδόχη].