ιματιουργός

Greek Monolingual

ἱματιουργός, ὁ (Α)
κατασκευαστής ιματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. θαυματουργός, στιχουργός].