ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζωκαθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμόςνεοελλ.στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.