ινοθώρακας

Greek Monolingual


ιατρ. το αποτέλεσμα της οργανώσεως μιας συλλογής υγρού στην κοιλότητα του υπεζωκότα υπό μορφή στερεού συνδετικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrothorax < fibro- < fiber «ίνα» + thorax (πρβλ. θώραξ)].