ἰξοποιῶ, -έω (Α)κάνω κάτι ιξώδες, κολλώδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -ποιῶ (< -ποιός < ποιῶ), πρβλ. ικανοποιώ, μορφοποιώ].