Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἰοβάφινος, -ον (Μ)ιοβαφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάφ-ινος (< θ. βαφ- του βαφή + -ινος), πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρινος.