ιοβάφινος

Greek Monolingual

ἰοβάφινος, -ον (Μ)
ιοβαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάφ-ινος (< θ. βαφ- του βαφή + -ινος), πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρινος.