(I)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει βέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (ΙI) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. δωροδόκος, θυοδόκος.
(II)
ἰοδόκος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει δηλητήριο, ο δηλητηριώδης («ἰοδόκοι ὀδόντες», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ικεταδόκος, κρεηδόκος.