ιοπάρειος

Greek Monolingual

ἰοπάρειος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλιπάρειος, λευκοπάρειος].