Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιουλίς
Greek Monolingual
η (Α ἰουλίς) ίουλος νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών που περιλαμβάνει πολλά είδη, γνωστά με την ονομασία πετρόψαρα, της οικογένειας λαβρίδες αρχ. είδος ψαριών, κοκκινόψαρο, γύλος.