Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιπνοκήιον
Greek Monolingual
ἰπνοκήιον, τὸ (Α) η τρύπα διά μέσου της οποίας άναβαν τον κλίβανο («φρύγιον, οἱ δὲ τὴν ὑπόκαυσιν τοῦ ἰπνοῦ», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰπνός+ -κήιον (<καίω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].