ο (ΑΜ ἱππηλάτης και -ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.)νεοελλ.ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ