αναβάτης

Greek Monolingual

ο (Α ἀναβάτης) (Ν θηλ. -τρια) ἀναβαίνω
1. αυτός που ανεβαίνει ή έχει ανεβεί κάπου
2. αυτός που ανεβαίνει σε άλογο, ιππέας, καβαλάρης
νεοελλ.
(για αρσενικά ζώα) βατευτής, επιβήτορας.