ιπποδιώκτης

Greek Monolingual

ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α)
1. ιππηλάτης, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων
2. επιγρ. είδος μονομάχου.