ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ο (ΑΜ ἱππηλάτης και -ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.)
νεοελλ.
ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ