ιπποθυτώ

Greek Monolingual

ἱπποθυτῶ, -έω (Α)
θυσιάζω ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -θυτώ (< -θυτος < θύω [Ι]), πρβλ. βουθυτώ, ξενοθυτώ].