ιππομύρμηξ
Greek Monolingual
ἱππομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. ἱππομύρμηκες
ιππικό από μυρμήγκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μύρμηξ.
ἱππομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.)
2. στον πληθ. ἱππομύρμηκες
ιππικό από μυρμήγκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + μύρμηξ.