ἱππόνικος, -ον (Α)1. αυτός που νικά σε ιππικούς αγώνες ή σε αρματοδρομίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -νικος (< νίκη), πρβλ. αξιόνικος, χορόνικος].