ιρίδιο

Greek Monolingual

το
χημ. σπάνιο μέταλλο της ομάδας του λευκοχρύσου με αργυρόλευκο χρώμα και μεγάλη σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., προβλ. γαλλ. iridium < irid- του iris (πρβλ. ίρις, ίριδος) + -ium (πρβλ. -ιον). Η λ. μαρτυρείται στον λόγιο τ. ίρίδιον από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].