Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισήγορος
Greek Monolingual
ἰσήγορος, -ον (Α) αυτός που έχει ίση ελευθερία λόγου, που έχει ίσα δικαιώματα λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰσ(ο)- + -ήγορος (<ἀγορά) —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. κατήγορος, συνήγορος].