ἰσήμερος, -ον (Α)αυτός που διαρκεί ίσο χρόνο, αυτός που έχει τις ίδιες ημέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. εφήμερος, καλήμερος].