εφήμερος
From LSJ
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐφήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος
2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα
τάξη εντόμων που έχει σύντομη ζωή στο ενήλικο στάδιο
μσν.-αρχ.
ημερήσιος, καθημερινός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐφήμερα
μια φορά την ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφήμερον
α) φυτό δηλητηριώδες
β) το δηλητήριο κολχικόν, το κώνειο
3. φρ. «φάρμακον ἐφήμερον» — δηλητήριο που επιφέρει αυθημερόν τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ημερος (< ἡμέρα), πρβλ. μονοήμερος, πενθήμερος].