ισοζυγίζω

Greek Monolingual

και ισοζυγιάζω (Μ ἰσοζυγιάζω)
κάνω δύο πράγματα να έχουν το ίδιο βάρος, ισοσταθμίζω
νεοελλ.
1. έχω το ίδιο βάρος με κάποιον, ισοζυγώ, βρίσκομαι ή θέτω σε ισορροπία, ισοσταθμίζω, ζυγοστατώ
2. ισοφαρίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἰσοζυγίζω < ἰσόζυγος, ενώ ο τ. ἰσοζυγιάζω < ἰσοζυγῶ + κατάλ. -ιάζω. Η λ. ἰσοζυγίζω μαρτυρείται από το 1869 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη].