ἰσοκρατία, ἡ (Α) ισοκρατής1. ισότητα ισχύος ή δυνάμεως, ισοδυναμία2. ισότητα δικαιωμάτων, ισοτιμία, ισονομία, δημοκρατικό πολίτευμα, αντίθ. του τυραννίς («ἰσονομίας καταλύοντες», Ηρόδ.).