ισοκρατής

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

ἰσοκρατής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει ίση ισχύ ή δύναμη με κάποιον άλλο
2. αυτός που έχει ίσα δικαιώματα με τους άλλους («ἰσοκρατέες... αἱ γυναῑκες τοῖσι ἀνδράσι», Ηρόδ.)
3. ίσος («ἡ ἰσημερία ἐστὶ χειμὼν καὶ θέρος ἰσοκρατής», Αριστοτ.)
4. (για οίνο) αναμεμιγμένος κατά ίσα μέρη («ἐκ τῆς ἀμφοῖν ἰσοκρατοῦς μίξεως», Γαλ.).
επίρρ...
ἰσοκρατῶς (Α)
κατά ισοκρατή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. μεγαλοκρατής, πολυκρατής].