ισοδυναμία

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

ἡ (Α ἰσοδυναμία) ισοδύναμος
1. η ιδιότητα του ισοδύναμου, ίση δύναμη, ισότητα δύναμης ή ισχύος
2. ομοιότητα στη σημασία ή στην αξία
3. φυσιολ. η ικανότητα διαφόρων τροφών να αντικαθίστανται με άλλες τροφές, σε διάφορες ποσότητες, επειδή έχουν την ίδια ενεργειακή αξία.

Translations

equivalence

Bulgarian: равностойност; Catalan: equivalència; Dutch: gelijkwaardigheid; Estonian: samasus; Finnish: yhtäläisyys; French: équivalence; German: Gleichwertigkeit; Greek: ισοδυναμία; Ancient Greek: ἰσοδυναμία; Hindi: तुल्यता; Hungarian: egyenértékűség; Latvian: līdzvērtība; Malay: persamaan; Polish: równoważność; Portuguese: equivalência; Russian: эквивалентность; Spanish: equivalencia; Swedish: ekvivalens, likvärdighet