-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)ίσος με άλλον κατά το μήκος («ἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)αρχ.(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιομήκης, στενομήκης].