στενομήκης

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενομήκης Medium diacritics: στενομήκης Low diacritics: στενομήκης Capitals: ΣΤΕΝΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: stenomḗkēs Transliteration B: stenomēkēs Transliteration C: stenomikis Beta Code: stenomh/khs

English (LSJ)

v. στενόμακρος.

Greek Monolingual

-όμηκες, Α
στενόμακρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. πολυμήκης].