ισοπολιτεία

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοπολιτεία)
η ισότητα τών πολιτών απέναντι στον νόμο, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, ισονομία
αρχ.
αμοιβαία παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες δύο πόλεων η οποία έχει κατοχυρωθεί με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πολιτεία (< πολιτεύομαι)].