Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιστιοδρομία
Greek Monolingual
ή 1. το να αρμενίζει πλοίο με φουσκωμένα τα πανιά, κν. αρμενισιά 2.αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων πλοίων 3.αγώνας ταχύτητας ιστιοφόρων οχημάτων στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἱστιοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].