ο (Α ἱστοβοεύς)ο ρυμός του αρότρου, το μακρύ ξύλο που συνδέει τον ζυγό με το υνί, κν. ρούδα, σταβάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστὸς βόειος με την κατάλ. -εύς].