σταβάρι

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

και στιβάρι, το, Ν
το τμήμα του ρυμού του αρότρου προς τη μεριά του ζυγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ἱστοβο-άριον υποκορ. του αρχ. ἱστο-βοεύς].