Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισχιοϊερός
Greek Monolingual
-ή, -ό, θηλ. και -ά ονομασία που αναφέρεται σε δύο συνδέσμους της πυέλου που εκτείνονται μεταξύ ιερού και ισχιακών οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sacro-sciatique].