ἰσωνία, ἡ (Α)αρχική τιμή, τιμή κόστους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερωνία, πανωνία].