ἰσωνία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ὠνή) the same price, cost price, τῆς ἰ. Ar.Pax1227; τᾶς ἰ. ἀπολυσάτω he shall release him at the original price, Milet.3 No.140.55 (Crete).
German (Pape)
[Seite 1274] ἡ, gleicher Kauf, Ar. Pax 1193; VLL. ἰσοτίμημα.
Russian (Dvoretsky)
ἰσωνία: ἡ себестоимость: τῆς ἰσωνίας Arph. по себестоимости.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσωνία: ἡ, (ὠνὴ) ἴση τιμή, ἰσότης τιμῆς, δικαία τιμή, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1227.
Greek Monolingual
ἰσωνία, ἡ (Α)
αρχική τιμή, τιμή κόστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ιερωνία, πανωνία].
Greek Monotonic
ἰσωνία: ἡ (ὠνή), ισότητα τιμής, ισοτιμία, δίκαιη τιμή, σε Αριστοφ.