Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισόδομος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον) (για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ.το ισόδομο η ισοδομία. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰσ(ο)- + -δομος (<δόμος), πρβλ. μεσόδομος, υψίδομος].