ἰσόδομος

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόδομος Medium diacritics: ἰσόδομος Low diacritics: ισόδομος Capitals: ΙΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: isódomos Transliteration B: isodomos Transliteration C: isodomos Beta Code: i)so/domos

English (LSJ)

ἰσόδομον, of walls, built in equal courses, Vitr.2.8.6, Plin.HN36.171.

German (Pape)

[Seite 1264] gleichgebau't, aus regelmäßigen, gleichgroßen Steinen gebau't, Vitruv. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόδομος: -ον, ἐπὶ τοίχου, ᾠκοδομημένος κατὰ (κανονικὰς) ἴσας σειράς, ἀντίθετον τῷ ψευδισόδομος, ᾠκοδομημένος κατ’ ἀνίσους σειράς, Πλίν. 36. 51, Βιτρούβ. 2. 8. § 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσόδομος, υψίδομος].