ισόδοξος

Greek Monolingual

ἰσόδοξος, -ον (Α)
(γλωσσ. του ισοκλεής) ίσος κατά τη δόξα.
επίρρ...
ἰσοδόξως (Α)
με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθόδοξος, φιλόδοξος].