ισόφωνος

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει όμοια φωνή με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ομόφωνος, υψίφωνος].