ιχανώ

Greek Monolingual

ἰχανῶ, -άω (Α)
επιθυμώ πολύ, επιζητώ κάτι με επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ἀχήν «φτωχός» και με αρχ. ινδ. īhate «επιθυμώ». Ο αρχικός τ. του ρ. πρέπει να ήταν ἰχαίνω, που μεταπλάστηκε σε ἰχανῶ κατά το ὑφαίνω: ὑφανῶ].