ιχθυαγορά

Greek Monolingual

η
αγορά στην οποία πωλούνται κυρίως αλιεύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -αγορά (< ἀγορά), πρβλ. κρεαταγορά, ψαραγορά].