κάλινος

English (LSJ)

[ᾱ], η, ον, (κᾶλον) wooden, Lyc.1418, Epich.100a, A.R.2.381a; κολοσσός Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).

German (Pape)

[Seite 1308] hölzern; p. bei Schol. Ar. Av. 1283; Lycophr. 1418.

Greek (Liddell-Scott)

κάλῐνος: -η, -ον, (κᾶλον) ξύλινος, Λυκόφρ. 1418, Ποιητὴς ἐν τοῖς εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1283 Σχολίοις.

Greek Monolingual

κάλινος, -ίνη, -ον (Α)
ξύλινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον «ξύλο» + κατάλ. -ινος].