κᾶλον

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾶλον Medium diacritics: κᾶλον Low diacritics: κάλον Capitals: ΚΑΛΟΝ
Transliteration A: kâlon Transliteration B: kalon Transliteration C: kalon Beta Code: ka=lon

English (LSJ)

τό, wood, κᾶλον ἐν ἱαρῷ πεφυκός Berl.Sitzb.1927.157 (Cyrene); elsewhere only in plural κᾶλα, = ξύλα, logs, for burning, κάγκανα κ. h.Merc.112; παλαίθετα κ. Call.Fr.66c; τὰ κ. καὶ τοὺς ἄνθρακας Ion Trag.29; also, timber for joiner's work, ἐπικαμπύλα κ. Hes.Op.427; especially of ships, ποττὰ κᾶλα (κάλα cod.) Ar.Lys.1253; ἔρρει τὰ κᾶλα the ships are lost (καλά codd.), X.HG1.1.23, Plu.Alc.28. (κᾶλον and κῆλον (q.v.) perhaps fr. *κᾱϝελος, cf. καίω.)

German (Pape)

[Seite 1313] τό (von κάω, καίω, das Brennbare), Holz; H. h. Merc. 112 Hes. O. 425 Ion bei Ath. X, 411 d Callim. frg. 469, überall im plur. S. κῆλον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
d'ord. au pl.
bois sec ; particul. bois pour construction de navire ; navire.
Étymologie: R. Κα, brûler ; cf. καίω, κάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κᾶλον -ου, τό [~ καίω] hout, timmerhout:; πόλλ’ ἐπικαμπύλα κᾶλα vele gekromde stukken hout Hes. Op. 427; spec. plur. vloot:. ποττὰ κᾶλα tegen de vloot Aristoph. Lys. 1253; ἔρρει τὰ κᾶλα de vloot is verloren Plut. Alc. 28.10.

Russian (Dvoretsky)

κᾶλον: τό (только pl.)
1 дрова (κάγκανα HH);
2 поделочный лес, древесина (καμπύλα Hes.);
3 лак. корабли, суда, флот (Arph.; Xen. - v.l. τὰ καλά).

Greek (Liddell-Scott)

κᾶλον: τό, ξύλον· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον κατὰ πληθ., κᾶλα = ξύλα, τεμάχια ξύλων πρὸς καῦσιν, κάγκανα κᾶλα Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 112· παλαίθετα κᾶλα καθῄρει Καλλ. Ἀποσπ. 459· κατέπινε καὶ τὰ κᾶλα καὶ τοὺς ἄνθρακας Ἴων παρ’ Ἀθην. 411Β· ὡσαύτως, ξύλα πρὸς καασκευὴν ἁψίδων τροχοῦ ἁμάξης, καμπύλα κᾶλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 425· ποττὰ κᾶλα (ἄλλοτε καλά), δηλ. ἐναντίον τῶν Περσικῶν πλοίων, Ἀριστοφ. Λυσ. 1253· ἔνθεν ὁ Bergk ἀναγινώσκει ἔρρει τὰ κᾶλα, κατεστράφησαν τὰ πλοῖα (ἀντί: τὰ καλά) ἐν Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 23, Πλουτ. Κίμ. 28. (Ἐκ τοῦ καίω, κάω, ὥστε κυρίως ἐσήμαινε ξύλα πρὸς καῦσιν, ὡς τὸ δαλὸς ἐκ τοῦ δαίω· ὁ Ἡσύχ. ἔχει κηλὸν καὶ καυαλέον μετὰ τῆς ἑρμηνείας: «ξηρόν»· πρβλ. ὡσαύτως κῆλον).

Greek Monolingual

κᾱλον, τὸ (Α)
1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός
2. στον πληθ. τὰ κᾱλα
α) ξύλα για κάψιμο
β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.)
γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» — καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάF- < alon < θ. καF- (καίω) και επίθημα -αλον. Στην αναγωγή αυτή οδηγεί ο τ. δαλός (< δaF-ελός < θ. δα-F- του δαίω «καίω» και επίθημα -ελός). Στη δωρ. διάλεκτο, ωστόσο, μαρτυρείται τ. κᾶλον και όχι κῆλον, όπως θα προέκυπτε από τ. κάF-elon, δηλ. με συναίρεση του α + ε σε η (πρβλ. δωρ. τ. ὁρῆτε < ὁρά-ετε)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: wood, logs (for burning), timber (h. Merc. 112, Hes. Op. 427, Ion. trag., Call., Cyrene), also wood for ships = ship (Lacon. in Ar. Lys. 1253, X. HG 1, 1,23, Plu. Alk. 28.).
Other forms: mostly pl. ,
Compounds: As 1. member in καλο-τύπος ὁ δρυοκολάπτης H., καλο-πέδιλα n. pl. "wooden shoes", kind of foot-fetters (Theoc. 25, 103); καλό-πους, -ποδος m. "wooden foot", i. e. soemakers last (v.l. in Pl. Smp. 191a and Poll. 2, 195; Edict. Diocl.), also καλά-πους (Pl. l. c., Poll. 10, 141; after τετρά-πους?), with the diminutive καλοπόδιον (Gal. 6, 364 [[[varia lectio|v.l.]] -απ-], Suid.); as technical expressions καλόπους and καλοπόδιον reached in eastern languages, e. g Arab. qālib, from where Osman. kalyp form, model > NGr. τὸ καλοῦπι id., MPers. kalapaδ, NPers. kālbud (Maidhof Glotta 10, 11; Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 49). - Quite doubtful however καλαρ<ρ>ύα canal, water conduit (Ambracian after sch. Gen. Φ 259), καλαρρυϜαί (cod. -γαί) τάφροι. Ἀμερίας H., after Schwyzer 438 n. 4 prop. "wooden water conduite" (?); similar καλαρῖνες ὀχετοι water-pipe]. Λάκωνες H.; cf. ῥινοῦχος canal etc., see Kretschmer Glotta 4, 335.
Derivatives: κάλινος of wood (Epich., Lyc., A. R., Cyrene); dimin. (?) κάλιον (-ίον?) ξυλάριον, βακτηρίδιον; καλύριον (-ύφιον?) ξυλήφιον H.
Origin: IE [Indo-European]/PGX
Etymology: To καίω, καῦσαι as firewood; cf. synonymous δαλός fire-brand from δαϜ-ελός (δαίω), so κᾶλον could represent *κάϜ-ελον (Bq). As however Dor. κᾶλον cannot be derived from it, perhaps from *κάϜ-αλον (Schwyzer 248, Lejeune Traité de phon. 234; on -ελο-: -αλο- cf. ἔταλον). However, a pre-form *καϜ-αλ- rather suggests a Pre-Greek form; also the connection with καίω does not seem certain. - From κᾶλα pl. Lat. cāla f. dry wood, firewood. - See καίω, and κῆλα.

Middle Liddell

κᾶλον, ου, τό,
wood, but only used in plural κᾶλα, logs for burning (prob. from καίὠ, Hhymn.: seasoned wood, for joiner's work, καμπύλα κ. Hes.

Frisk Etymology German

κᾶλον: {kãlon}
Forms: fast nur pl. -α,
Grammar: n.
Meaning: Holz, Brennholz, Bauholz (h. Merc. 112, Hes. Op. 427, Ion. Trag., Kall., Kyrene), auch Schiffsholz = Schiffe (lakon. in Ar. Lys. 1253, X. HG 1, 1,23, Plu. Alk. 28; wohl verächtlich).
Composita: Als Vorderglied in καλοτύπος· ὁ δρυοκολάπτης H., καλοπέδιλα n. pl. "Holzschuhe", Art Fußfessel (Theok. 25, 103; mit Anspielung auf hom. καλὰ πέδιλα?); καλόπους, -ποδος m. "Holzfuß", d. h. Schusterleisten (v.l. in Pl. Smp. 191a und Poll. 2, 195; Edict. Diocl. u. a.), auch καλάπους (Pl. a. a. O., Poll. 10, 141; nach τετράπους u. a.?), mit dem Deminutivum καλοπόδιον (Gal. 6, 364 [[[varia lectio|v.l.]] -απ-], Suid.); als technische Ausdrücke sind καλόπους und καλοπόδιον in östliche Sprachen eingedrungen, z. B. arab. qālib, woraus osman. kalyp Form, Modell > ngr. τὸ καλοῦπι ib., mpers. kalapaδ, npers. kālbud (Maidhof Glotta 10, 11; Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 49). — Ganz fraglich dagegen καλαρ<ρ>ύα Kanal, Wasserleitung (ambrakiotisch nach Sch. Gen. Φ 259), καλαρρυϝαί (cod. -γαί)· τάφροι. Ἀμερίας H., nach Schwyzer 438 A. 4 eig. "hölzerne Wasserleitung" (?); ähnlich καλαρῖνες· ὀχετοί. Λάκωνες H.; vgl. ῥινοῦχος Kanal usw., dazu Kretschmer Glotta 4, 335; s. auch v. Blumenthal Hesychst. 17f. (mit unannehmbaren weiteren Kombinationen).
Derivative: Davon κάλινος aus Holz (Epich., Lyk., A. R., Kyrene); Deminutiva (?) κάλιον (-ίον?)· ξυλάριον, βακτηρίδιον; καλύριον (-ύφιον?)· ξυλήφιον H.
Etymology: Zu καίω, καῦσαι als Brennholz; das synonyme δαλός Feuerbrand aus δαϝελός (δαίω) legt für κᾶλον ein entsprechendes *κάϝελον nahe (Bq, WP. 1, 376 u. a.). Da indessen dor. κᾶλον damit nicht vereinbar zu sein scheint, ist wohl ein ursprüngl. *κάϝαλον anzusetzen (Schwyzer 248, Lejeune Traité de phon. 234); zu -ελο-: -αλο- vgl. s. ἔταλον. — Aus κᾶλα pl. lat. cāla f. trockenes Holz, Brennholz. — Weiteres s. καίω; s. auch κῆλα.
Page 1,765-766

Mantoulidis Etymological

τό (=ξύλο ξερό γιά κάψιμο). (Ἔρρει τά κᾶλλα = χάθηκαν τά πλοῖα). Ἀπό τό καίω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.