κάσσος

English (LSJ)

ὁ (cf. κασῆς), thick garment, Hdn.Gr.1.208, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1333] ό, ἱμάτιον παχὺ καὶ τραχὺ περιβόλαιον, Hesych.; Arcad. 76, 16; s. κάσας.

Greek Monolingual

(I)
κάσσος και κάσος, ὁ (Μ)
κάσσον(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κασᾶς].
(II)
κάσσος, τὸ (Μ)
κάσσον(ΙΙ), περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassis «περικεφαλαία»].