κάσος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

κάσος και κάσσος, ὁ)
χοντρό μάλλινο ύφασμα ή φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κασάς].