κάσος

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

κάσος και κάσσος, ὁ)
χοντρό μάλλινο ύφασμα ή φόρεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. κασάς].