κάτογκος

English (LSJ)

κάτογκον, bulky, τῷ σώματι Sor.1.117.

Greek Monolingual

κάτογκος, -ον (Α)
αυτός που έχει μεγάλο όγκο, ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ογκος (< ὄγκος), πρβλ. περί-ογκος, υπέρ-ογκος].