κέαρνον

English (LSJ)

τό, (< κεάζω) carpenter's axe, Hsch. (pl.).

German (Pape)

[Seite 1410] τό, Holzart, zum Spalten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κέαρνον: τό, (κεάζω) ἀξίνη, ἐργαλεῖον τοῦ ξυλουργοῦ, σκέπαρνον, «κέαρνα· σίδηρα τεκτονικὰ ἢ σκυτικὰ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κέαρνον, τὸ (Α)
εργαλείο του ξυλουργού και του βυρσοδέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεάζω, κατά το σκέπαρνον.