κέκμηκα

French (Bailly abrégé)

v. κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

κέκμηκα: pf. к κάμνω.

Greek (Liddell-Scott)

κέκμηκα: πρκμ. τοῦ κάμνω.

Greek Monotonic

κέκμηκα: παρακ. του κάμνω· Επικ. μτχ. κεκμηώς, -ῶτος.